Παρασκευή 25 Μαρτίου 2011

Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης


Εικόνα

ή Καραΐσκος υπήρξε στην αρχή σπουδαίος αρματωλός και στη συνέχεια κατέστη κορυφαίος στρατηγός της Επανάστασης του 1821. Το επίθετό του είναι μάλλον υποκοριστικό του Καραΐσκος όπου απαντάται ως οικογενειακό επώνυμο στις επαρχίες Βάλτου, Καρπενησίου, Φαρσάλων, Καρδίτσας, Βόνιτσας κ.α. Το δε επώνυμο Καραΐσκος είναι σύνθετο από τη τουρκική λέξη "καρά" και Ίσκος. Πιο συγκεκριμένα το κανονικό του επίθετο όπως και του αρματολού πατέρα του ήταν Ίσκος αλλά λόγω της περήφανης και σκληρής προσωπικότητας που διαμόρφωσε στα δύσκολα και δυστυχισμένα παιδικά του χρόνια, προσδόθηκε - από όλους - σαν αντάξιο προσωνύμιο μπροστά από το επίθετο του, το λήμα "Καρα" που σημαίνει μεγάλος και φοβερός. Το τελικό του επίθετο Καραϊσκάκης διαμορφώθηκε από το γεγονός ότι λόγω της Τουρκικής σκλαβιάς αναγκάστηκε από παιδί να γίνει κλέφτης στα βουνά.

Γεννήθηκε στο Μαυρομμάτι της Καρδίτσας τo 1782 και ήταν νόθος γιος του αρματολού του Βάλτου Δημήτρη Ίσκου ή Καραΐσκουαπό τη Δούνιστα { σημερινός Σταθάς Αιτωλοακαρνανίας } και της Ζωής Διμισκή ή Ντιμισκήαπό τη Σκουληκαριά, ανιψιάς του αρματολού των Ραδοβυζίων Γώγου Μπακόλα. Η μητέρα του, μετά τον θάνατο του Ιωάννη Μαυροματιώτη, που ήταν ο πρώτος σύζυγός της, έγινε καλόγρια. Ερωτεύτηκε όμως τον Καραΐσκο, και από τον κρυφό αυτόν δεσμό γεννήθηκε ο Καραΐσκάκης. Γιαυτό και του έμεινε το παρατσούκλι « γιος της καλογριάς ».

Τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα λόγω του οικογενειακού του ιστορικού αλλά και επειδή αναγκάστηκε να ζει μόνος χωρίς την υποστήριξη των γονέων του. Μεγάλη ψυχολογική και κοινωνική πίεση δέχθηκε λόγω του προηγούμενου. Ήταν φιλόνικος, βλάσφημος και βωμολόχος, χαρακτηριστικά που απέκτησε από αυτά τα δύσκολα παιδικά του χρόνια. Από την παιδική του ηλικία ήδη κάνει τα πρώτα βήματά του σαν Κλέφτης. Ο Καραϊσκάκης γίνεται περισσότερο γνωστός μετά την ενηλικίωσή του. Νεαρός έπεσε στα χέρια του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, όπου και φυλακίσθηκε για παράνομες πράξεις, εκεί όμως έμαθε και κάποια γράμματα. Έτσι αρχικά υπηρέτησε στην αυλή του Αλή Πασά και τον ακολούθησε στην εκστρατεία του κατά του περίφημου Πασβάνογλου, του φίλου του Ρήγα Φεραίου. Στη εκστρατεία εκείνη ο Καραϊσκάκης αιχμαλωτίσθηκε από τις δυνάμεις του Πασβάνογλου και κρατήθηκε για κάποιο χρόνο. Στη συνέχεια επέστρεψε στην αυλή του Αλή Πασά.

Η πιο σκοτεινή περίοδος της ιστορίας του Καραϊσκάκη θεωρείται η παραμονή του στην αυλή του Αλή Πασά, μέχρι που λιποτάχτησε και πήγε στον Κατσαντώνη, όπως σημειώνει ο Γιάννης Βλαχογιάννης. Λέγεται πως όταν ο Αλή Πασάς ρώτησε κάποτε τον Καραϊσκάκη τι θα ήθελε να του προσφέρει, εκείνος του απάντησε: " Αν με γνωρίζεις άξιο για αφέντη, κάνε με αφέντη, αν για δούλο, κάνε με δούλο ".

Κατά την πρώτη παραμονή του στην αυλή του Πασά παντρεύτηκε τη Γκόλφω από την οικογένεια των Ψαρογιαννέων από το χωριό Σίντου και απέκτησε την πρωτότοκη θυγατέρα του. Στη δεύτερη διαμονή του ασχολήθηκε με το εμπόριο σφαγίων. Τα καλοκαίρια διέμενε οικογενειακά κοντά στην Καλαμπάκα. Από μικρός όμως υπέφερε από φυματίωση και τακτικά μετέρχονταν με γιατροσόφους αλλά και ιατρούς Έλληνες και ξένους. Διαρκούσης της Επανάστασης πήγε στα Επτάνησα για να συμβουλευθεί γιατρούς. Νοσοκόμα του ήταν η περίφημη Μαριώ, νεοφώτιστη τουρκοκόρη που ακολουθούσε το στρατηγό σε όλες του τις μετακινήσεις και επιχειρήσεις και θεωρήθηκε ερωμένη του, πράγμα που δεν ανταποκρίνεται στην ιστορική έρευνα.


Δράση πριν το 1821

Όταν το καλοκαίρι του 1820 πολιορκήθηκε ο Αλή Πασάς από τα Σουλτανικά στρατεύματα, ο Καραϊσκάκης παρέμεινε μαζί του και αγωνίσθηκε υπέρ αυτού. Βραδύτερα όμως προσχώρησε στους πολιορκητές αλλά γρήγορα απομακρύνθηκε και απ' αυτούς. Κατάφερε δε τότε να αποσύρει από τα πολιορκούμενα Ιωάννινα την οικογένειά του και να τη στείλει στη νήσο Κάλαμο που τότε θεωρούνταν ασφαλές μέρος για τους Έλληνες αμάχους. Κατά τους πρώτους μήνες του 1821 προσπάθησε να εξεγείρει σε επανάσταση κατά των Τούρκων την περιοχή της Βόνιτσας, στην αρχή ανεπιτυχώς διότι οι προύχοντες της περιοχής θεωρούσαν πως δεν ήταν ακόμη κατάλληλος ο καιρός. Στη συνέχεια πήγε στα Τζουμέρκα όπου εκεί ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης, η οποία διαδόθηκε πολύ γρήγορα στις όμορες επαρχίες και από εκεί στο Μακρυνόρος όπου και συμμετείχε ο ίδιος στις γενόμενες εκεί συμπλοκές.


Δράση 1821 - 1823


Μόλις ξέσπασε η Επανάσταση ο Γώγος Μπακόλας και ο Καραϊσκάκης έκαψαν τον οχυρό πύργο του χωριού Καλύβια του Μάλιου { επαρχία Ραδοβυζίου }. Τα Άγραφα και το αρματολίκι αυτών στα τελευταία χρόνια πριν την Επανάσταση τα κατείχαν οι απόγονοι του περίφημου Γιάννη Μπουκουβάλα { που πέθανε το 1872 }. Ο Καραϊσκάκης από νεαρής ηλικίας φιλοδοξούσε να γίνει κάποια μέρα καπετάνιος των Αγράφων και το κατόρθωσε πράγματι το 1821 βοηθούμενος και από τον Γιαννάκη Ράγκο και τους περί αυτόν Βαλτινούς, αναγνωρισθείς ακόμη και από τις Σουλτανικές αρχές της Λάρισας.

Κάτοχος πλέον των Αγράφων, στην αρχή απέφυγε να προσβάλει τους Τούρκους, υποκρινόμενος υποταγή στον Σουλτάνο προκειμένου να αποφύγει επιδρομές Τούρκων στη περιοχή του. Το 1822 ήλθε σε έντονες προστριβές με τον Γιαννάκη Ράγκο που αξίωνε και αυτός την αρχηγία των Αγράφων. Με την εισβολή των Τούρκων στη Στερεά Ελλάδα { Νοέμβριος 1822 } ο Καραϊσκάκης ειδοποίησε από τα Άγραφα τον γέροντα Πανουργιά " ότι διαπραγματεύθηκε προσωρινά με τους Τούρκους να αρχηγέψει στα Άγραφα και έτσι αυτοί να μην έλθουν και τα "δικαιώματα " θα τα έστελνε ο ίδιος σ' εκείνους. Έτσι ενωμένοι ο Κ. με τους Στορνάρη και Γρηγόρη Λιακατά προβήκαν σε συμφωνία με τον Βαλή της Ρούμελης Χουρσίτ Πασά, αγοράζοντας και εξαγοράζοντας τον καιρό περιμένοντας τα αποτελέσματα των εκστρατειών κατά του Μεσολογγίου, κατά της Ανατολικής Ελλάδας καθώς και της εκστρατείας του Δράμαλη. Και "αν χρειάζονται στρατιωτική βοήθεια να τους πέμψει" έγραφε τότε ο Καραϊσκάκης.

Μετά τη λύση της πρώτης πολιορκίας του Μεσολογγίου { 31 Δεκεμβρίου 1822 } όταν μέρος του στρατού του Ομέρ Βρυώνηκαι του Κιουταχή χρειάστηκε από το Αγρίνιο να μετακινηθεί διερχόμενο από τα Άγραφα του οποίου ηγούνταν από τους Ισμαήλ Πασά Πλιάσα, Ισμαήλ Χατζή Μπέντου και του Άγου, ο Καραϊσκάκης προκατέλαβε με χίλιους περίπου άνδρες την διάβαση και ανάγκασε τους εχθρούς παρά τον Άγιο Βλάση μετά από πεισματώδη μάχη να οπισθοχωρήσει στο Αγρίνιο. Ο ίδιος στη συνέχεια αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει τα Άγραφα και να μεταβεί στην Ιθάκη προκειμένου να συναντήσει έμπειρους γιατρούς για την αντιμετώπιση της φυματίωσης από την οποία έπασχε. Οι γιατροί λίγες ελπίδες ζωής έδωσαν στον ήρωα και του συνέστησαν να μείνει στο νησί.


Επιστροφή - Δίκη

Ο Καραϊσκάκης, νοσταλγώντας τη Ρούμελη και τα Άγραφα, επέστρεψε από την Ιθάκη στο Μεσολόγγι και ζήτησε επίμονα να διορισθεί αρχηγός των ελληνικών πλέον όπλων της επαρχίας των Αγράφων, αλλά ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος δεν δέχθηκε, θεωρώντας τον εαυτό του ικανό και άξιο στρατηγό αλλά και από αντιζηλία για τις ικανότητες του Καραϊσκάκη. Οι Τζαβελαίοι αλλά και άλλοι οπλαρχηγοί ήταν υπέρ του, ενώ εναντίον του ήταν μόνο ο Μαυροκορδάτος που ηθελημένα παραγνώριζε τον ήρωα προκειμένου να υποστηρίζει τον περί αυτόν Γιαννάκη Ράγκο. Συνέβησαν τότε και κάποιες συμπλοκές μεταξύ οπαδών του Καραϊσκάκη και Μεσολογγιτών όταν εκείνοι κατέλαβαν το Αιτωλικό και αιφνίδια το Βασιλάδι, τα οποία και αργότερα περιήλθαν στην υπό τον Μαυροκορδάτο διοίκηση του Μεσολογγίου.

Τότε ο Μαυροκορδάτος κατηγόρησε τον Καραϊσκάκη μετά ομολογίας του Κωνσταντίνου Βουλπιώτη, που είχε μεταβεί στα Γιάννενα ότι: " ο γιος της Καλογριάς είχε στείλει επιστολή στον Ομέρ Βρυώνη με την υπόσχεση να του παραδώσει το Μεσολόγγι και το Αιτωλικό ". Έτσι διόρισε επιτροπή προκειμένου να εξετάσει την " αποκάλυψη προδοσίας ".

Στις 30 Μαρτίου 1824 συστάθηκε η παραπάνω επιτροπή και στις 2 Απριλίου 1824 { σε 3 μέρες } εκδόθηκε προκήρυξη των εγκλημάτων του Καραϊσκάκη με τον τίτλο « Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος ». Κατά την προκήρυξη που ήταν πράξη διοικητική και όχι δικαστική η εν λόγω επιτροπή έκρινε τον Καραϊσκάκη ένοχο « εσχάτης προδοσίας » άνευ δίκης. Παρόλα αυτά είναι αμφίβολο αν η απόφαση εκείνη της επιτροπής δημοσιεύθηκε ποτέ. Πάντως ο ήρωας στερήθηκε όλων των βαθμών και των αξιωμάτων του και διατάχθηκε να αναχωρήσει από το Αιτωλικό. Οι δε πολίτες διατάχθηκαν να αποφεύγουν κάθε επικοινωνία με τον «εχθρό της πατρίδας», τον Καραϊσκάκη, εφόσον αυτός «δεν μετανοήσει και προσπέσει στο έλεος των Ελλήνων και ζητήσει συγχώρησιν», θεωρώντας ότι το έλεος των Ελλήνων το εκπροσωπούσε ο Μαυροκορδάτος. Ανάλογη απόφαση ούτε κατά των Τούρκων δεν είχε προηγουμένως εκδοθεί. Έτσι στις 3 Μαΐου 1824 { ανήμερα της έκδοσης της προκήρυξης } ο Καραϊσκάκης με πολλούς οπαδούς του αναχώρησε από το Αιτωλικό και επιχειρώντας ανεπιτυχώς να καταλάβει τα Άγραφα μετέβη στο Καρπενήσι. Στις 27 Μαΐου του ίδιου έτους ζήτησε εγγράφως συγνώμη από τον Α. Μαυροκορδάτο, που όμως δεν εισακούσθηκε. Τελικά στις 25 Ιουνίου 1824 κατέφυγε στο Ναύπλιο όπου η Κυβέρνηση του αναγνώρισε όλους τους βαθμούς και τα αξιώματά του.

Αρχιστρατηγία

Αμέσως μετά την αποκατάστασή του ο Καραϊσκάκης διατάχθηκε από την Κυβέρνηση να εκστρατεύσει στην Ανατολική Στερεά επικεφαλής 300 μισθωτών. Επίσης, χωρίσθηκε και η περιοχή των Αγράφων σε δύο τμήματα και το μεν ανατολικό αποδόθηκε στον Καραϊσκάκη, το δε δυτικό στον Γιαννάκη Ράγκο. Έτσι παρά τα Σάλωνα { Άμφισσα } συγκροτήθηκε το πρώτο ελληνικό στρατόπεδο, ο δε Καραϊσκάκης, που είχε αποκτήσει την γενική εκτίμηση των οπλαρχηγών, εκλέχθηκε από εκείνους "στρατοπεδάρχης απολύτου εξουσίας".
Όμως στα τέλη του 1824 και χωρίς σχετική διαταγή της Κυβέρνησης ο Κολοκοτρώνης έλαβε μέρος μαζί με τον Κίτσο Τζαβέλλα και άλλους Ρουμελιώτες στον 2ο εμφύλιο πόλεμο, κατά των λεγομένων ανταρτών, προχωρώντας ο ίδιος στη λεηλασία των οικιών των Ζαΐμηδων στη Κερπινή των Καλαβρύτων. Αμέσως μετά έσπευσε και συμμετείχε στη μάχη του Κρομμυδίου (περιοχή Μεθώνης). Μετά το τέλος του 2ου εμφυλίου πολέμου ο Κωλέττης ενίσχυσε τον Καραϊσκάκη και μ΄ άλλους πολλούς Στερεοελλαδίτες από το Μωριά και τη Ρούμελη εφοδιάζοντάς τον με χρήματα, τρόφιμα και πολεμικό υλικό.
Στις αρχές του Μαΐου του 1825 ο Καραϊσκάκης επανέρχεται στη Στερεά και κατά τα μέσα του καλοκαιριού βρίσκεται σε πλήρη δράση διορισμένος γενικός αρχηγός όλων των εκτός Μεσολογγίου ελληνικών στρατευμάτων, κατά τον ίδιο χρόνο που αυτό πολιορκείτο από τον Κιουταχή και έπειτα από τον Ιμπραήμ Πασά της Αιγύπτου. Τότε ο Καραϊσκάκης μαζί με τον Τζαβέλλα καταστρώνουν ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο περικύκλωσης από ξηράς όλων των πολιορκούντων το Μεσολόγγι Τούρκων, σε συνεννόηση με τους πολιορκημένους. Το περίφημο εκείνο σχέδιο άρχισε να εκτελείται τμηματικά από τις 21 μέχρι 25 Ιουλίου 1825 χωρίς να ολοκληρωθεί, πλην όμως επέφερε διακοπή της πολιορκίας, οι απώλειες των Τούρκων υπήρξαν σοβαρότατες, το δε ηθικό των πολιορκημένων αναπτερώθηκε. Στη συνέχεια ο Καραϊσκάκης με 3.000 άνδρες σπεύδει στα Άγραφα όπου εκεί αποδεκάτισε πολλούς Τούρκους καθώς και τουρκίζοντες χριστιανούς. Από εκεί προχώρησε στη περιοχή Βάλτου και μέσω των τουρκικών οχυρωμάτων διήλθε την "Λάσπη του Καρβασαρά" όπου έδωσε νικηφόρα μάχη { 1 Νοεμβρίου 1825 } και τελικά στρατοπέδευσε στο Δραγαμέστο { σημ. Αστακός }.

Την νύκτα 10-11 Απριλίου 1826 όταν το προπύργιο της επανάστασης, η πόλη των "ελεύθερων πολιορκημένων" έπεσε, ο Καραϊσκάκης βρισκόταν ασθενής στον Πλάτανο της Ναυπακτίας, όμως έστειλε στη "Γέφυρα της Βαρνάκοβας" παρατηρητές να δουν πόσοι και ποιοί σώθηκαν από την ηρωική εκείνη φρουρά του Μεσολογγίου. Παρότι ο Πλάτανος ήταν έρημος και ο ίδιος ασθενής σε στρώμα, ετοίμασε ψωμί και σφακτά που μοίρασε πλουσιοπάροχα στα " πειναλέα εκείνα λείψανα του Μεσολογγίου ". Στις 17 Ιουνίου ο Καραϊσκάκης μαζί με πολλούς από εκείνους του μαχητές φθάνει στο Ναύπλιο, καθόσον η Επανάσταση ήδη στη Δυτική Στερεά είχε σβήσει και στην Ανατολική μόνο η Ακρόπολη των Αθηνών, η Κάζα και τα Δερβενοχώρια κατέχονταν από τους Έλληνες. Τότε, αν και βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο της φυματίωσης, υπό την θεραπεία του Ελβετού γιατρού Baily, κατά μήνα Ιούλιο πρότεινε στην εδρεύουσα " Διοικητική Επιτροπή " να αναλάβει ο ίδιος τον αγώνα στην Στερεά. Είχε όμως προσκληθεί και από τον Κριεζώτη και από τον Βάσσο που δρούσαν ήδη στην Αττική και στην Ελευσίνα. Ο Α. Ζαΐμης, πρόεδρος της νεοπαγούς Διοικητικής Επιτροπής, θεώρησε τον "Γιο της Καλογριάς" ως τον αξιότερο στρατιωτικό για την γενική αρχιστρατηγία και τον αναγνώρισε ως αρχιστράτηγο, παρότι είχε παλαιότερα κατατρεχθεί από εκείνον και είχε υποστεί λεηλασία της οικίας του.

Στις 19 Ιουλίου 1826 ο Καραϊσκάκης επικεφαλής 680 περίπου ανδρών ξεκίνησε από το Ναύπλιο για την Στερεά στην οποία είχε εισβάλει ο Ομέρ Πασάς { της Καρύστου } και ο Κιουταχής { από Θήβα }. Πολύ σύντομα ο Κιουταχής, ένεκα της στρατιωτικής δεινότητας του Καραϊσκάκη, βρέθηκε από πολιορκών σε θέση πολιορκούμενου. Με υπόδειξη του Καραϊσκάκη συγκροτήθηκε στην Ελευσίνα γενικό ελληνικό στρατόπεδο. Στις 5-7 Αυγούστου του ίδιου έτους επήλθε η πρώτη αψιμαχία στο Χαϊδάρι την οποία ακολούθησαν κι άλλες, φοβούμενος ο Κιουταχής την κατά μέτωπο επίθεση από τα κυκλωτικά πάντα σχέδια του Καραϊσκάκη. Στις αψιμαχίες εκείνες ο Καραϊσκάκης και ο Φαβιέρος διαφώνησαν περί της τακτικής του πολέμου. Όταν όμως ο Κιουταχής κατέλαβε την κάτω πόλη των Αθηνών ο Καραϊσκάκης ενίσχυσε την φρουρά της Ακρόπολης με περιορισμένο σώμα υπό τον Κριεζώτη που κατάφερε και εισήλθε στις 10 Οκτωβρίου 1826. Τον ίδιο μήνα και 15 μέρες μετά (25 Οκτωβρίου) ο Καραϊσκάκης εκστράτευσε στη Βοιωτία, στη Φθιώτιδα και στη Φωκίδα, απ' όπου και απέκοψε τις τουρκικές εφοδιοπομπές, ολοκληρώνοντας τον αποκλεισμό ανεφοδιασμού των Τούρκων.


Νικηφόρες πορείες

Προχωρώντας στη συνέχεια στην πολιορκία των πύργων της Δόμβραινας, διέταξε να αρχίσει και η προσβολή των ευρισκομένων στη πεδιάδα του χωριού Τούρκων { 12 Νοεμβρίου 1826 }. Δύο μέρες μετά μεταφέρει το στρατόπεδό του από Δόμβραινα και Κεκόση στη Μονή Δομπού του Αγίου Σεραφείμ και από εκεί στη Μονή του Όσιου Λουκά και στις 18 Νοεμβρίου στρατοπεδεύει στο Δίστομο, έχοντας ολοκληρώσει εκκαθαρίσεις σε όλη την περιοχή. Τις κυκλωτικές αυτές κινήσεις αντιλαμβάνεται γρήγορα ο Κιουταχής και ειδοποιεί να σπεύσουν σε βοήθειά του ο Μουσταφάμπεης από την Αταλάντη και ο Καχαγιάμπεης που ήταν νοτιότερα, οι οποίοι και ενώνοντας τις δυνάμεις τους έσπευσαν να καλύψουν τα νώτα των πολιορκούντων την Ακρόπολη Τούρκων.
Στις 18 Νοεμβρίου 1826 ο επικεφαλής των τουρκαλβανικών σωμάτων Μουσταφάμπεης στρατοπεδεύει στη Δαύλεια δίπλα σην Μονή της Ιερουσαλήμ προκειμένου να διανυκτερεύσει, προτιθέμενος την επομένη μέσω Αράχοβας να φθάσει στην Άμφισσα. Ο Καραϊσκάκης πληροφορούμενος τις κινήσεις και τις προθέσεις αυτές κατά το μεσονύκτιο 18 προς 19 Νοεμβρίου με 560 άνδρες σπεύδει και προκαταλαμβάνει την Αράχοβα την οποία και με την αμέριστη βοήθεια των κατοίκων οχυρώνει. Στις έξι ημέρες που ακολούθησαν { 19-24 } οι μάχες που δόθηκαν εντός και εκτός της Αράχοβας υπήρξαν συντριπτικές για τους Τούρκους που από 2.000 που ήταν μόλις που διασώθηκαν περί τους 300. Στις μάχες εκείνες σκοτώθηκαν τέσσερις τούρκοι αρχηγοί σωμάτων: ο Μουσταφάμπεης, ο αδελφός του Καριοφίλμπεης, ο Ελζάμπεης καθώς και ο Κεχαγιάμπεης. Δυτικά του Ναού του Αγίου Γεωργίου της Αράχοβας, στο τέλος των μαχών, ο Καραϊσκάκης έστησε πυραμίδα από 1.500 κεφάλια τουρκαλβανών στρατιωτών.
Στη συνέχεια, διαβλέποντας πως ο Κιουταχής δεν θα μπορέσει να συνεχίσει την πολιορκία χωρίς ανεφοδιασμό, συνεχίζει τις εκκαθαρίσεις των περιοχών της Στερεάς. Αρχές Δεκεμβρίου εισέρχεται στο Τουρκοχώρι το οποίο και καταλαμβάνει και με τα ίδια του τα χέρια φονεύει τον Μεχμέτ Πασά, τα δε λείψανα του στρατού εκείνου τα καταδιώκει μέχρι τη Βουδουνίτσα. Στις αρχές Φεβρουαρίου 1827 ανάγκασε και τον Ομέρ Πασά της Εύβοιας που είχε σπεύσει εναντίον του να παραιτηθεί του αγώνα και να επιστρέψει νικημένος στην έδρα του. Στις 23 Φεβρουαρίου 1827 ο Καραϊσκάκης επιστρέφει στην Ελευσίνα αφού είχε ελευθερώσει όλη την Στερεά Ελλάδα, εκτός του Μεσολογγίου, της Βόνιτσας και της Ναυπάκτου.

Το τέλος

Όταν ο Αρχιστράτηγος Καραϊσκάκης επέστρεψε μετά την τετράμηνη νικηφόρα περιοδεία του, έχοντας χίλιους περίπου άνδρες, στην Ελευσίνα, μετέφερε το στρατόπεδό του στο Κερατσίνι στα υψώματα του οποίου έχτισε " ταμπούρια " { μικρές οχυρώσεις } όπου επανειλημμένα δέχθηκε επιθέσεις των Τούρκων, ιδιαίτερα στις 4 Μαρτίου 1827. Τον ίδιο χρόνο 2.000 Πελοποννήσιοι υπό τον γενναίο στρατηγό Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τους Πετμεζάδες, Σισίνη κ.ά. οπλαρχηγούς φθάνουν σε επικουρία του Αρχιστρατήγου.
Στις αρχές του Απριλίου του 1827 προσήλθαν οι διορισμένοι από την Συνέλευση της Τροιζήνας (Κυβέρνηση), "στόλαρχος πασών των ναυτικών δυνάμεων", Κόχραν μαζί με τον Τσωρτς, "διευθυντή χερσαίων δυνάμεων" προκειμένου να συνδράμουν τον Αγώνα. Με τους δύο αυτούς ξένους ο Καραϊσκάκης βαθμιαία περιήλθε σε έριδες τόσο για την τακτική του πολέμου, όσο και κατά την οργάνωση για την κατά μέτωπο επίθεση. Οι διορισμοί των ξένων εκείνων προσώπων υπήρξαν αναμφίβολα το μοιραίο σφάλμα που ανέτρεψε την βέβαια έκβαση του Αγώνα. Και τούτο διότι προσπαθούσαν να εφαρμόσουν τακτικές οργανωμένου στρατού αγνοώντας τις τακτικές των Ελλήνων, την ψυχολογία τους, αλλά και τις μορφολογικές δυνατότητες της περιοχής επιζητώντας την έξοδο σε κατά μέτωπο επίθεση σε πεδιάδα, επειδή ακριβώς, δεν γνώριζαν το είδος αυτό του πολέμου που επιχειρούσαν μέχρι τότε οι Έλληνες. Έτσι η ανάμιξη αυτών στις πολεμικές ενέργειες με ταυτόχρονες διαταγές του ενός και του άλλου παρέλυσαν τις διαταγές του Καραϊσκάκη.

Τούτο οδήγησε τον Αρχιστράτηγο να επεμβαίνει προσωπικά μέχρι αυτοθυσίας σε όλες τις συμπλοκές, ακόμη και τις μικρότερες, ένα ακόμη μοιραίο σφάλμα των περιστάσεων εκείνων. Τούτο αντελήφθη ο Κολοκοτρώνης ο οποίος και διαμήνυσε στον Καραϊσκάκη να αποφεύγει τις αψιμαχίες άσκοπους και ακροβολισμούς για να μη φονεύονται και οπλαρχηγοί τους οποίους "κυνηγά το βόλι". Ο Κολοκοτρώνης του τόνιζε μάλιστα ότι είναι ανάγκη "να σώσει τον εαυτόν του για να σωθεί και η πατρίδα". Ο Καραϊσκάκης όμως έχοντας ατίθασο χαρακτήρα, παρά τις συστάσεις και παρά την εμπύρετο κατάσταση που βρισκόταν αποφασίζει να ανακόψει ακροβολισμούς των Τούρκων.
Η επιχείρηση ορίσθηκε να πραγματοποιηθεί τη νύχτα της 22ας προς την 23η Απριλίου 1827, έχοντας συμφωνήσει κανείς να μην ξεκινήσει άκαιρα τους πυροβολισμούς πριν δοθεί το σύνθημα για γενική επίθεση. Το απόγευμα της 22ας Απριλίου ακουστήκαν πυροβολισμοί από ένα Κρητικό οχύρωμα. Οι Κρητικοί προκαλούσαν τους Τούρκους και καθώς εκείνοι απαντούσαν οι εχθροπραξίες γενικεύτηκαν. Ο Καραϊσκάκης, παρότι άρρωστος βαριά, έφτασε στον τόπο της συμπλοκής. Εκεί μια σφαίρα τον τραυμάτισε θανάσιμα στο υπογάστριο. Οι γιατροί που ανέλαβαν την περίθαλψή του, γρήγορα κατάλαβαν ότι θα κατέληγε.

Ο ήρωας μεταφέρθηκε στο στρατόπεδό του στο Κερατσίνι και αφού μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων, υπαγόρευσε τη διαθήκη του που ιδιόχειρα υπέγραψε. Η τελευταία κουβέντα που είπε στον συμπολεμιστή του Στρατηγό Μακρυγιάννη, όταν ο τελευταίος πήγε να τον επισκεφτεί, ήταν " Εγώ πεθαίνω. Όμως εσείς να είστε μονιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα ".
Την επομένη στις 23 Απριλίου 1827 ο Αρχιστράτηγος Γεώργιος Καραϊσκάκης υπέκυψε στο θανατηφόρο τραύμα του μέσα στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου στο Κερατσίνι, ανήμερα της γιορτής του. Η σωρός του μεταφέρθηκε στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στη Σαλαμίνα όπου ετάφη και θρηνήθηκε από το πανελλήνιο.
Αναφέρεται πως όταν ο Κολοκοτρώνης έμαθε τον θάνατο του Καραϊσκάκη "κάθισε σταυροπόδι" και μοιρολογούσε σαν γυναίκα.
Μετά το θάνατο του Καραϊσκάκη ανέλαβαν ο Κόχραν με τον Τσώρτς την διοίκηση της διεξαγωγής της μάχης στη πεδιάδα του Φαλήρου όπου και ακολούθησε η ολοκληρωτική καταστροφή του Ανάλατου, στη σημερινή περιοχή Φλοίσβου { Φαλήρου }όπου είχαν οι Τούρκοι παρασύρει τους Έλληνες μέχρι που τους περικύκλωσαν. Ακολούθησε η διάλυση του ελληνικού στρατοπέδου της Ακρόπολης και η ανακατάληψή της και η διάλυση και του στρατοπέδου του Κερατσινίου.

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης


Εικόνα


{ 3 Απριλίου 1770 - 4 Φεβρουαρίου 1843 } ήταν Κλέφτης, πολιτικός στην Ελλάδα και καπετάνιος και στρατηγός της Επανάστασης του 1821. Έμεινε γνωστός και ως Γέρος του Μοριά. Προερχόταν από φημισμένη οικογένεια κλεφταρματολών. Το επώνυμο της οικογένειάς του αρχικά ήταν Τζεργίνη, αλλά η σωματική διάπλαση του προ-πάππου του { άντρας γεροδεμένος με έντονους γλουτούς } τού έδωσε το χαρακτηρισμό στα Ελληνικά " Κολοκοτρώνη ".

Γεννήθηκε στο Ραμαβούνι της Μεσσηνίας, καταγόταν από το Λιμποβίσι και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Αλωνίσταινα της Αρκαδίας που ήταν τόπος καταγωγής της μητέρας του, Ζαμπίας Κωτσάκη { εκεί κατέφυγαν οι δυο τους, μετά το θάνατο του πατέρα }. Ο πατέρας του Θεόδωρου, Κωνσταντής Κολοκοτρώνης, πήρε μέρος στην ένοπλη εξέγερση που υποκινήθηκε από την Αικατερίνη Β' της Ρωσίας το 1770, και σκοτώθηκε μαζί με δύο αδελφούς και τον φημισμένο Πναγιώταρο στον πυργο της Καστάνιτσας από τους Τούρκους. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης εισχώρησε στα σώματα των Κλεφτών της Πελοποννήσου και στα 15 του έγινε καπετάνιος. Έχοντας αποκτήσει πείρα και στη θάλασσα ως κουρσάρος, το 1805 πήρε μέρος στις ναυτικές επιχειρήσεις του ρωσικού στόλου κατά το ρωσοτουρκικό πόλεμο. Τον Ιανουάριο του 1806 και ενώ βρισκόταν στην Πελοπόννησο βγήκε διάταγμα δίωξής του. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να ακολουθήσει πολύμηνη περιπετειώδης και δραματική καταδίωξη του από τους Τούρκους σε πολλά χωριά και πόλεις της Πελοποννήσου. Κατάφερε - μαχόμενος - να διαφύγει τελικά με πλοιάριο, φεύγοντας από περιοχή στα ανατολικά του Λακωνικού κόλπου και περνώντας στα Ρωσοκρατούμενα Κύθηρα με ενδιάμεση στάση στην Ελαφόνησο λόγω κακοκαιρίας. Από το 1810 υπηρέτησε στο ελληνικό στρατιωτικό σώμα του αγγλικού στρατού στη Ζάκυνθο, και τιμήθηκε με το βαθμό του ταγματάρχη για τη δράση του εναντίον των Γάλλων.

Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και άρχισε να προετοιμάζει την Επανάσταση στην Πελοπόννησο. Ως απεσταλμένος της στη Μάνη σήκωσε τη σημαία της Επανάστασης στην Καλαμάτα στις 23 Μαρτίου 1821. Πρωταγωνίστησε σε πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις του αγώνα, όπως στη νίκη στο Βαλτέτσι { 14 Μαΐου 1821 }, στην άλωση της Τριπολιτσάς { 23 Σεπτεμβρίου 1821 }, κατά την οποία έγινε και η σφαγή της Τριπολιτσάς, όπου σφαγιάστηκαν περίπου 30.000 άμαχοι Τούρκοι και Εβραίοι, στην καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη στα Δερβενάκια { 26 Ιουλίου 1822 }, όπου διέσωσε τον Αγώνα στην Πελοπόννησο αφού πρυτάνευσαν η ευφυΐα και η τόλμη του στρατηγικού του νου. Οι επιτυχίες αυτές τον ανέδειξαν σε αρχιστράτηγο της Πελοποννήσου. Στη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου πολλές φορές προσπάθησε να αμβλύνει τις αντιθέσεις ανάμεσα στους αντιπάλους, αλλά παρόλα αυτά δεν απέφυγε τη ρήξη. Μετά από ένοπλες συγκρούσεις, ο ίδιος και ο γιος του συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν στο Ναύπλιο.

Αξιοσημείωτη είναι η αναφορά του Κολοκοτρώνη στα απομνημονεύματά του σχετικά με την κατάληψη της Τριπολιτσάς:

Όταν έμβηκα εις την Τριπολιτσά, με έδειξαν τον Πλάτανο εις το παζάρι όπου εκρέμαγαν τους Έλληνας. Αναστέναξα και είπα: «Άϊντε, πόσοι από το σόγι μου και από το έθνος μου εκρεμάσθηκαν εκεί», και διέταξα και το έκοψαν ".

Ο Σουλτάνος ζήτησε τη βοήθεια της Αιγύπτου για να σταματήσει την Επανάσταση, οπότε ο γιος του Μεχμέτ Αλή και διάδοχος του αιγυπτιακού θρόνου Ιμπραήμ αποβιβάστηκε το 1825 στην Πελοπόννησο. Η Σφακτηρία και το Ναυαρίνο έπεσαν στα χέρια των Αιγυπτίων και τότε ο Κολοκοτρώνης αποφυλακίστηκε για να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ μαζί με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Χωρίς πολυάριθμο στρατό ξεκίνησε και πάλι τον κλεφτοπόλεμο, που διήρκεσε ως το 1828, όταν στην Ελλάδα έφτασε το στράτευμα του στρατηγού Μεζόν με εντολή του Καρόλου Ι´ της Γαλλίας για να διασώσει την Ελλάδα από τα αιγυπτιακά στρατεύματα.

Αξίζει να τονιστεί η στρατηγική φυσιογνωμία του Κολοκοτρώνη, καθώς διοικούσε τα στρατεύματα με ιδιοφυή τρόπο, χρησιμοποιώντας τις τακτικές του κλεφτοπολέμου ώστε να μπορεί να ανταπεξέρχεται το στράτευμα στην αριθμητική υπεροχή του αντιπάλου. Ενδεικτικό της δυσκολίας του αγώνα του 21 είναι το παρακάτω απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του.

O Ιμπραΐμης μου επαράγγειλε μια φορά διατί δεν στέκω να πολεμήσωμεν { κατά μέτωπον }. Εγώ του αποκρίθηκα, ας πάρη πεντακόσιους, χίλιους, και παίρνω και εγώ άλλους τόσους, και τότε πολεμούμε, ή αν θέλη ας έλθη και να μονομαχήσωμεν οι δύο. Αυτός δεν με αποκρίθηκε εις κανένα. Και αν ήθελε το δεχθή το έκαμνα με όλην την καρδιάν, διότι έλεγα αν χανόμουν, ας πήγαινα, αν τον χαλούσα, εγλύτωνα το έθνος μου ".

Επίσης μεγάλη σημασία έδινε στην καταστροφή των πόρων { τροφές - ζωοτροφές } του αντιπάλου καθώς και στην εξασφάλιση τροφής για το στράτευμα του. Αναγνώρισε πολλές φορές το έργο και την σημασία των Ελλήνων κτηνοτρόφων, που εξασφάλιζαν με τα χιλιάδες ζώα τους τροφή για την υποστήριξη των μαχητών και γενικά της επανάστασης. Ως το τέλος της Επανάστασης ο Κολοκοτρώνης συνέχισε να διαδραματίζει ενεργό ρόλο στα στρατιωτικά και πολιτικά πράγματα της εποχής.

Υπήρξε ένθερμος οπαδός της πολιτικής του Καποδίστρια και πρωτοστάτησε στα γεγονότα για την ενθρόνιση του Όθωνα. Το 1833, όμως, οι διαφωνίες του με την αντιβασιλεία τον οδήγησαν, μαζί με άλλους αγωνιστές, πάλι στις φυλακές του Ιτς-Καλέ στο Ναύπλιο με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, και στις 25 Μαΐου 1834, μαζί με τον Πλαπούτα, καταδικάστηκε σε θάνατο. Έλαβε χάρη μετά την ενηλικίωση του Όθωνα το 1835, οπότε και ονομάστηκε στρατηγός και έλαβε το αξίωμα του « Συμβούλου της Επικρατείας ». Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Κολοκοτρώνης υπαγόρευσε στον Γεώργιο Τερτσέτη τα «Απομνημονεύματά» του, που κυκλοφόρησαν το 1851 με τον τίτλο Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836 και τα οποία αποτελούν πολύτιμη πηγή για την Ελληνική Επανάσταση. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πέθανε μια νύχτα του 1843 από αποπληξία, επιστρέφοντας από γλέντι στα βασιλικά ανάκτορα.

Σημείο αναφοράς της ομιλίας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στη Πνύκα (1838) αποτελεί το παρακάτω απόσπασμα:
Όταν αποφασήσαμε να κάμομε την Επανάσταση, δεν εσυλογισθήκαμε, ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχομε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε: « που πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα », αλλά , ως μία βροχή, έπεσε σε όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και οι κληρικοί, και οι προεστοί, και οι καπεταναίοι, και οι πεπαιδευμένοι, και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση ".

Παιδιά του ήταν ο Γιάννης, που έγινε στρατιωτικός και μετέπειτα πρωθυπουργός, ο Κωνσταντίνος, ο Πάνος, που δολοφονήθηκε το 1829, και η Ελένη, σύζυγος του Νικήτα Σταματελόπουλου { Νικηταρά }.

Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης



Εικόνα


Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης { 1765 - 6 Αυγούστου 1848 } ήταν γόνος της ιστορικής οικογένειας των Μαυρομιχαλαίων, οπλαρχηγός του 1821 και πρωθυπουργός της Ελλάδας από τη θέση του προέδρου του Εκτελεστικού Σώματος του Eλληνικού κράτους.

Βιογραφικό

Γεννήθηκε στην Μάνη και ήταν γιος του Πιέρρου Μαυρομιχάλη, γόνου ισχυρής Μανιάτικης οικογένειας. Μητέρα του ήταν η Κατερίνη, θυγατέρα του ιατρού και ηγεμόνα Κουτσογρηγοράκη.

Κατά την περίοδο του διωγμού των κλεφτών, φυγάδευσε πολλούς προς τα Γαλλοκρατούμενα Επτάνησα. Συνδέθηκε συναισθηματικά με την Γαλλία καθώς πίστευε ότι ήταν η μόνη δύναμη που μπορούσε πραγματικά να βοηθήσει τους υποδουλωμένους Έλληνες να ξεσηκωθούν. Γι' αυτό τον λόγο σύναψε φιλικές σχέσεις με τον Ναπολέοντα χωρίς όμως να καταφέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Το 1814 διορίστηκε από την Υψηλή Πύλη Μπέης της Μάνης.

Το 1818 μυήθηκε από τον Κυριάκο Καμαρηνό και κατατάχθηκε στην Φιλική ΕταιρείαΟ Καμαρηνός είχε αποσταλεί στην Κωνσταντινούπολη, όπου όμως από ανικανότητα ή κακοβουλία δημιούργησε μεγάλη αναστάτωση, και γι' αυτό ο Αλέξανδρος Υψηλάντης διέταξε να τον σκοτώσουν. Από εκείνη την στιγμή άρχισε να ανέρχεται ο Μαυρομιχάλης δείχνοντας μεγάλο ζήλο και ικανότητα.

Στις 23 Μαρτίου του 1821 ο Πετρόμπεης επικεφαλής πέντε χιλιάδων Μανιατών κατέλαβε την Καλαμάτα, όπου και, αφού παρακολούθησε τη Θεία Λειτουργία, προκήρυξε την επανάστασηΣτις 25 Μαρτίου του ίδιου χρόνου ο Πετρόμπεης συγκρότησε την Μεσσηνιακή Γερουσία, με πρόεδρο τον ίδιο τον ΜαυρομιχάληΣτις 26 Μαρτίου η Μεσσηνιακή Γερουσία εξέδωσε διακήρυξη προς τις Ευρωπαϊκές Αυλές, την οποία υπόγραψαν ο ίδιος ως αρχιστράτηγος και όλα τα μέλη της Γερουσίας. Δύο μήνες αργότερα εκλέχτηκε πρόεδρος της Πελοποννησιακής Γερουσίας στην Μονή των Καλτετζών, στην οποία προσπάθησε να συμφιλιώσει τις αντιμαχόμενες πλευρές χωρίς ωστόσο να αποφύγει τις κατηγορίες για ιδιοτέλεια και προδοσία.

Στην Α' Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου εκλέχτηκε αντιπρόεδρος του Βουλευτικού ενώ κατα τη διάρκεια της Επανάστασης χρημάτισε πρόεδρος της Β' Εθνοσυνέλευσης { 1823 }, πρόεδρος του Βουλευτικού { 1823 }, πρόεδρος του Εκτελεστικού { 1823 }, μέλος της Διοικητικής Επιτροπής της Ελλάδος και μέλος του νομοτελεστικού στην Εθνοσυνέλευση του Άστρους.

Αλλά και στον στρατιωτικό τομέα, η δράση του ήταν αξιόλογη. Πήρε μέρος στην Άλωση της Τριπολιτσάς, της Καλαμάτας και του Άργους καθώς και στην άμυνα του Μεσολογγίου. Επίσης σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε και στην άμυνα της Μάνης από την επίθεση των Τουρκοαιγυπτίων και συγκεκριμένα του Ιμπραήμ. Κατά τη διάρκεια του Απελευθερωτικού Αγώνα δύο γιοί του Πετρόμπεη σκοτώθηκαν σε μάχες, οι Ηλίας και Ιωάννης Μαυρομιχάλης.

Στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας ο Πετρόμπεης αποδέχτηκε την εκλογή του Καποδίστρια ως κυβερνήτη της Ελλάδος. Με τον ερχομό του Καποδίστρια, διορίζεται μέλος στο « Πανελλήνιον » και στη Γερουσία. Η πολιτική του Καποδίστρια όμως σκόπευε στον περιορισμό των προκρίτων της Πελοποννήσου, γεγονός που επηρέαζε και την οικογένεια Μαυρομιχάλη.

Η κόντρα δεν άργησε να ξεσπάσει. Το Πάσχα του 1830 ο αδερφός του Πετρόμπεη, ο Τζανής, ξεσηκώνει όλη την Μάνη σε στάση κατά του Καποδίστρια. Ο Πετρόμπεης προσπάθησε να διαφύγει στη Ζάκυνθο αλλα συνελήφθη και φυλακίστηκε για 9 μήνες στο Ιτς Καλέ { Ακροναυπλία }. Αποκορύφωμα της σύγκρουσης του Καποδίστρια με την οικογένεια Μαυρομιχάλη ήταν η δολοφονία του Καποδίστρια, το 1831 απο μέλη της οικογένειας Μαυρομιχάλη. Τον επόμενο χρόνο, ύστερα απο διαταγή του Αυγουστίνου Καποδίστρια, ο Πετρόμπεης αποφυλακίστηκε.

Στην τελευταία περίοδο της ζωής του ο Πετρόμπεης τιμήθηκε ιδιαίτερα απο την Αντιβασιλεία. Διορίστηκε αντιπρόεδρος του νεοσύστατου Συμβουλίου της Επικρατείας και, μετά την αντιπολίτευση γερουσιαστής. Επίσης τιμήθηκε με τον βαθμό του Αντιστρατήγου. Ως ευγνωμοσύνη του έθνους δωρίστηκε στην οικογένειά του ένα κτήμα στην Πελοπόννησο, το ονομαζόμενο «Λυκοβούνιο ».

Πέθανε στην Αθήνα στις 6 Αυγούστου του 1848. Στην κηδεία του εκφώνησαν λόγους ο Σπυρίδων Τρικούπης και ο Παναγιώτης Σούτσος. Παιδιά του ήταν οι: Ηλίας, Αναστάσιος, Γεώργιος, Ιωάννης, και Δημήτρης Μαυρομιχάλης.

Παπαφλέσσας



Εικόνα


Ο Γρηγόριος Δικαίος { 1788-1825 } ή περισσότερο γνωστός ως Παπαφλέσσας ήταν κληρικός, πολιτικός και αγωνιστής, ήρωας της Eλληνικής Επανάστασης του 1821.

Γεννήθηκε στην Πολιανή Μεσσηνίας, φοίτησε στη Σχολή Δημητσάνας, και μόνασε στο μοναστήρι της Παναγιάς της Βελανιδιάς, στην Καλαμάτα όπου πήρε το όνομα Γρηγόριος { παπάς Παπαφλέσσας }. Εξαιτίας του χαρακτήρα του εγκατέλειψε την Πελοπόννησο περνώντας στην Ζάκυνθο, και αργότερα πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί χειροτονήθηκε αρχιμανδρίτης από τον Γρηγόριο Ε΄ με το εκκλησιαστικό Οφφίκιο « Δικαίος ».

Στην Κωνσταντινούπολη γνωρίστηκε με τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο, ο οποίος τον μύησε στη Φιλική Εταιρεία. Στάλθηκε στις παραδουνάβιες ηγεμονίες { Μολδαβία και Βλαχία }, για να προπαρασκευάσει την Επανάσταση. Όταν ο Υψηλάντης αποφάσισε να ξεκινήσει ένοπλο αγώνα από τη Μολδοβλαχία, η Φιλική Εταιρία τον Ιανουάριο του 1821 έστειλε τον Παπαφλέσσα στην Πελοπόννησο για να ξεσηκώσει κι εκεί τον λαό.

Διόρισε Αρχιστράτηγο Πελοποννήσου τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και πρωτοστάτησε στην απελευθέρωση της Καλαμάταςστις 23 Μαρτίου 1821Διακρίθηκε για την ανδρεία του σε πολλές μάχες στην Πελοπόννησο και στην Αρκαδία, έχοντας ως ορμητήριο τη μονή της Ρεκίτσας κοντά στο Διρράχι Μια από της μάχες αυτές είναι και η μάχη στα Δερβενάκια όπου μαζί με τον Νικηταρά και τον Υψηλάντη είχαν οριστεί από τον Κολοκοτρώνη να κρατήσουν τ’Αγιονόρι. Στο τέλος της μάχης όταν μοιράστηκαν τα λάφυρα ο Παπαφλέσσας πήρε την πολύτιμη γούνα του Τοπάλ πασά την οποία από τότε δεν έβγαλε ποτέ μέχρι το τέλος της ζωής του.

Συμμετείχε στην Α΄ και Β΄ Εθνοσυνέλευση. Κατά την διάρκεια του εμφύλιου πόλεμου υποστήριξε αυτούς που καταδίωξαν τον Κολοκοτρώνη και τους άλλους πολεμιστές και διορίστηκε υπουργός εσωτερικών και αστυνομίας από την κυβέρνηση Κουντουριώτη. Όταν το 1825 ο Ιμπραήμ εισέβαλε στην Πελοπόννησο, πρώτος ο Παπαφλέσσας ζήτησε να ελευθερωθούν οι φυλακισμένοι πολεμιστές, αλλά δεν εισακούστηκε. Έτσι αναγκάστηκε να εκστρατεύσει ο ίδιος με 2000 άνδρες για να ανακόψει την προέλαση του Ιμπραήμ, και πήγε στο Μανιάκι της Μεσσηνίας. Στις 19 Μαΐου όταν φάνηκαν τα αιγυπτιακά στρατεύματα, πολλοί από τους άνδρες του Παπαφλέσσα διασκορπίστηκαν και έμεινε με 300 { ή κατά άλλους 600 } πολεμιστέςΣτις 20 Μαΐου, και αφού προδόθηκε εκ των έσω από τον Γ. Κορμά, βρήκε τον θάνατο προβάλλοντας απεγνωσμένη αντίσταση μαζί με τους λίγους άνδρες που του είχαν μείνει.

Πέμπτη 24 Μαρτίου 2011

Καραϊσκάκης




Για πάμε..«Έλα, σκατότουρκε... έλα Εβραίε,
απεσταλμένε από τους γύφτους, έλα ν' ακούσεις τα κερατά σας, γαμώ την
πίστιν σας και τον Μωχαμέτη σας. Τι θαρεύσατε κερατάδες... Δεν
εντρέπεσθε να ζητείτε από ημάς συνθήκην με έναν κοντζιά σκατο-Σουλτάν
Μαχμούτην -να τον χέσω και αυτόν και τον Βεζίρην σας και τον Εβραίον
Σιλιχτάρ Μπόδα την πουτάνα!»  Γ. Καραϊσκάκης.

Ο γιος της καλόγριας


-Τὸ πιὸ «cult» κειμήλιο τοῦ Μουσείου Μπενάκη (συγγνώμη, δὲν εἶμαι πολιτικῶς ὀρθός):

Τρόπαιον τῶν Ἑλλήνων κατὰ τῶν βαρβάρων - Γεν. Ἀρχηγὸς Καραϊσκάκης - Ἀνεγερθὲν ἐν τῇ θέσει Πλόβαρμα - 1826 Νοεμβρ. 27 (Μουσεῖον Μπενάκη).-Κρατύλος-

Την 1ην Ιουλίου 1823 ο Μαχμούτ πασάς έστειλε στον Καραϊσκάκη επιστολή:
«Με λέγουν Μαχμούτ πασιά Σκόδρα,. Είμαι πιστός, είμαι τίμιος. Το στράτευμά μου το περισσότερον σύγκειται από χριστιανούς. Εδιορίσθην από τον Σουλτάνον να ησυχάσω τους λαούς. Δεν θέλω να χύσω αίμα. Μη γένοιτο. Όποιος θέλει να είναι με εμένα, πρέπει να είναι πλησίον μου. Όποιος δεν θέλει ας καρτερεί τον πόλεμό μου. Δέκα πέντε ημέραις σας δίδω καιρόν να σκεφτείτε».

Ο Καραϊσκάκης απάντησε με άλλη επιστολή:
«Μου γράφεις ένα μπουγιουρντί, λέγεις να προσκυνήσω κι εγώ, πασά μου, ρώτησα τον πούτζον μου τον ίδιον κι αυτός μου αποκρίθηκε να μην σε προσκυνήσω κι αν έρθεις κατ’ επάνω μου, ευθύς να πολεμήσω».

Θα ήταν μεγάλη προσβολή για το μεγάλο Αρχιστράτηγο και όλους τους αγωνιστές της μεγάλης ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ του 1821, να τους συγκρίνω με τους σημερινούς μας ηγέτες. Με τους ηγέτες να σέρνονται πίσω από τις θελήσεις του όποιου Γερμανού, με τους ηγέτες των Ιμίων και του "ευχαριστώ τους Αμερικάνους"... Με τους ηγέτες που δεν ντρέπονται, την ώρα που τμήματα της ελληνικής νεολαίας νομίζουν ότι ο αρχιστράτηγος είναι αυτός που έφτιαξε το γήπεδο Καραισκάκη, να ασχολούνται με την Ιθαγενοποίηση αλλοεθνών, με μόνο τους στόχο να γαντζωθούν στις καρέκλες της εξουσίας.

Κάποτε, είχα συζήτηση με ένα μορφωμένο άνθρωπο, Καθηγητή Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο και προέκυψε η εξής διαφωνία: Ενώ και οι δύο συμφωνούσαμε ότι η Ελληνικότητά μας δέχεται ισχυρά πλήγματα από την Παγκοσμιοποίηση και, κυρίως από τη δουλικότητα των ηγετών μας, εγώ ισχυρίστηκα ότι η κατάσταση είναι αναστρέψιμη εάν οργανωθούμε πολιτικά και εργαστούμε σκληρά, ώστε να αφυπνισθεί ο Έλληνας και να αποκτήσει συναίσθηση της καταγωγής του. Ο δικός του ισχυρισμός μου έκανε τρομερή εντύπωση: "Πείσε τα παιδιά σου, πείσε όλους όσους ξέρεις, να διαβάσουν τα Άπαντα του Καραισκάκη. Αυτό είναι το κλειδί για να μη σβήσει ποτέ αυτή η φλόγα της φιλοπατρίας από την καρδιά των Ελλήνων. Αρκεί η Ελληνική νεολαία να μάθει ποιούς ΗΓΕΤΕΣ είχε στο παρελθόν και να τολμήση τη σύγκριση με τους σημερινούς".



Δεν ξαναμίλησα με τον κ. Καθηγητή. Έκανα όμως κάτι πολύ σοφό. Κατ΄αρχήν ΔΙΑΒΑΣΑ τα Άπαντα του Καραισκάκη. Δεν θα παραθέσω εδώ τις εντυπώσεις μου. Θα πω μόνο τούτο: Στην εποχή της ξενομανίας (της αμορφωσιάς, όπως έλεγε και ο Περικλής Γιαννόπουλος), στην εποχή της επανάστασης των σαλονιών και της μεταναστολαγνίας, πέρα από τον πολιτικό μας αγώνα για την επικράτηση των Εθνικών Ιδεών, ας κάνουμε όλοι πράξη την παραίνεση του Καθηγητή: ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΟΥΜΕ. Κι εμείς και τα παιδιά μας και οι φίλοι μας. Ας βοηθήσουμε την ελληνική νεολαία να βρει τα πρότυπά της στο ΠΑΝΘΕΟ των Ελλήνων Ηρώων. Και τότε, θα βρεθούν κι άλλες καλόγριες να γεννήσουν ΗΓΕΤΕΣ, που θα θεωρούν τον "πούτζον τους" σημαντικότερο από την "πολιτική ορθότητα".


Χρόνια πολλά Έλληνες.


Νικόλαος Τζιόπας

Μπότσαρης - Μαυρογένους


Μάρκος Μπότσαρης
Εικόνα



Ο Μάρκος Μπότσαρης { 1788-21 Αυγούστου 1823 } ήταν Σουλιώτης { Αρβανίτης } ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.


Δράση Tου Μπότσαρη


Γεννήθηκε στο Σούλι και ήταν ο δεύτερος γιος του Κίτσου Μπότσαρη, μιας από τις επιφανέστερες μορφές του Αγώνα. Ύστερα από την πτώση του Σουλίου, πήγε στην Κέρκυρα μαζί με άλλους Σουλιώτες όπου κατατάχτηκε ως υπαξιωματικός στο Hπειρωτικό σώμα που συγκρότησαν οι Γάλλοι. Το 1814 έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρίας.


Αρχικά ο Μάρκος Μπότσαρης, μαζί με τον θείο του Νότη, αγωνιζόταν στο πλευρό των σουλτανικών δυνάμεων εναντίον του τυράννου της Ηπείρου, του Αλή Πασά, επειδή είχαν πάρει την υπόσχεση ότι θα ξαναγυρνούσαν στην πατρίδα τους. Βλέποντας ότι οι Τούρκοι αθετούσαν την υπόσχεση τους, όταν ο Αλή Πασάς πολιορκήθηκε από τα σουλτανικά στρατεύματα στα τέλη του 1820, ο Μπότσαρης ήρθε σε συνεννόηση μαζί του και ζήτησε τον επαναπατρισμό των Σουλιωτών, με αντάλλαγμα να βοηθήσουν τον Αλή στον αγώνα εναντίον των στρατευμάτων του Σουλτάνου, πράγμα που έγινε. Πρώτη του επιτυχία ήταν η νίκη στους Καμψάδες και στα Πέντε Πηγάδια και η κατάληψη των φρουρίων της Ρηγιάσας και της Ρινιάσσας. Ακολούθησαν οι νικηφόρες μάχες στο Κομπότι της Άρτας { 3 Ιουλίου 1821 } και στην Πλάκα, που του έδωσαν τον τίτλο του αρχιστράτηγου της Δυτικής Στερεάς Ελλάδας.


Μάλιστα το γεγονός αυτό προκάλεσε την αντιζηλία των άλλων οπλαρχηγών κάτι το οποίο εξόργισε τον Μπότσαρη, ο οποίος μπροστά τους έσκισε το χαρτί του διορισμού του λέγοντας: " Όποιος είναι άξιος παίρνει το δίπλωμα αύριο μπροστά στον Εχθρό ". Αυτή η μεγαλοπρεπής πράξη του αποδεικνύει την ανιδιοτέλειά του και την αγάπη του για την πατρίδα. Επίσης έλαβε μέρος στη μάχη του Πέτα που κατέληξε σε καταστροφή, ενώ βρέθηκε μεταξύ των υπερασπιστών του Μεσολογγίου στην πρώτη του πολιορκία στα τέλη του 1822, όπου παρασύροντας τους Τούρκους σε πλαστές συνομιλίες έδωσε χρόνο στους πολιορκημένους να ενισχύσουν τις οχυρώσεις.


Το καλοκαίρι του 1823 προσπάθησε να ανακόψει το δρόμο στα τουρκαλβανικά στρατεύματα που επέδραμαν προς την δυτική ΡούμεληΤη νύχτα της 21ης Αυγούστου, επικεφαλής 350 Σουλιωτών, επιτέθηκε κατά των 4.000 Αλβανών του Μουσταή Πασά της Σκόδρας, που είχαν στρατοπεδεύσει στο Κεφαλόβρυσο του Καρπενησίου, στη μάχη μου έμεινε γνωστή ως Μάχη του ΚεφαλόβρυσουΠαρά τον αρχικά ελαφρύ τραυματισμό, συνέχισε να πολεμάει και κατάφερε να νικήσει τον Μουσταή. Όμως μια τουρκική σφαίρα τον άφησε νεκρό. Τότε οι Σουλιώτες, αν και νίκησαν, διέκοψαν τον αγώνα, παρέλαβαν τα λάφυρα και τον αρχηγό τους και πήγαν στο Μεσολόγγι όπου τον ενταφίασαν.


Εθνικός Ήρωας


Ο Μάρκος Μπότσαρης έμεινε στην ιστορία για την ανδρεία του και τη σημαντική συμβολή του στον Αγώνα για την ανεξαρτησία των Ελλήνων και δίκαια θεωρείται εθνικός ήρωας.


Πολλοί Φιλέλληνες που επισκέφθηκαν την Ελλάδα, θαύμασαν την ανδρεία του Μπότσαρη, ενώ πολλοί ποιητές έγραψαν ποιήματα γι' αυτόν. Ο Fitz-Greene HalleckΑμερικάνος ποιητής, έγραψε ένα ποίημα με τίτλο MARCO BOZZARIS, ενώ ο Ελβετός ποιητής Juste Olivier έγραψε επίσης ένα ποίημα-έπαινο προς τιμήν του, το 1825. Επίσης ο εθνικός ποιητής της Ελλάδας, ο Διονύσιος Σολωμός, αφιέρωσε μία από τις ωδές του στο Μάρκο Μπότσαρη. Ένας σταθμός του μετρό του Παρισιού{ σταθμός Botzaris } έχει ονομαστεί προς τιμήν του.


Ο γιος του, Δημήτριος Μπότσαρης, ο οποίος γεννήθηκε το 1814, έγινε στρατιωτικός και διατέλεσε υπουργός Στρατιωτικών το 1859 και 1866-1877, ενώ οργάνωσε το Μετοχικό Ταμείο Στρατού. Πέθανε στις 17 Αυγούστου 1871 στην Αθήνα.


Η κόρη του Μπότσαρη, Κατερίνα " Ρόζα " Μπότσαρη, ήταν στην υπηρεσία της Βασίλισσας της Ελλάδος Αμαλίας.



Μαντώ Μαυρογένους
Εικόνα



Η Μαντώ Μαυρογένους { Τεργέστη 1796 ή 1797 - Πάρος, Ιούλιος 1840 } ήταν αγωνίστρια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.


Με την έναρξη της Επανάστασης πήγε στην Μύκονο και ξεσήκωσε τους κατοίκους εναντίον των Τούρκων. Με πλοία εξοπλισμένα με δικά της έξοδα, καταδίωξε τους πειρατές που λυμαίνονταν τις Κυκλάδες και αργότερα πολέμησε στο Πήλιο, στη Φθιώτιδα και στη Λιβαδειά.


Κάτοχος της Γαλλικής γλώσσας, συνέταξε συγκινητική έκκληση προς τις γυναίκες της Γαλλίας, ζητώντας τη συμπαράστασή τους στον πληθυσμό της ΕλλάδαςΓια τον Αγώνα διέθεσε όλη της την περιουσίαΓια τη δραστηριότητά της, συνολικά, ο Ιωάννης Καποδίστριας της απένειμε -τιμή μοναδική σε γυναίκα- το αξίωμα του επίτιμου αντιστράτηγου και της παραχώρησε κεντρικό σπίτι στο Ναύπλιο.


Μετά την Επανάσταση, απογοητευμένη από την άτυχη ερωτική περιπέτειά της με το Δημήτριο Υψηλάντη και καταδιωκόμενη από τον Ιωάννη Κωλέττη, ξαναγύρισε στη Μύκονο και έπειτα από λίγα χρόνια πέθανε στην Πάρο πολύ φτωχή και λησμονημένη.

ΤΣΙΓΑΝΤΕΣ

ΗΘΙΚΕΣ ΑΜΟΙΒΕΣ ΚΑΙ ΤΙΜΗΤΙΚΕΣ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΥΠΟΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΤΣΙΓΑΝΤΕ ΓΙΑ ΔΙΑΚΕΚΡΙΜΕΝΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ

Α’ ΠΑΡΑΣΗΜΑ
ΕΛΛΗΝΙΚΑ
Αργυρούς Σταυρός του Τάγματος του Σωτήρος

Ταξιάρχης του Τάγματος του Σωτήρος

Ταξιάρχης του Βασιλικού Τάγματος του Γεωργίου του Α' (μετά Ξιφών)

Ταξιάρχης του Βασιλικού Τάγματος του Φοίνικος (μετά Ξιφών)

ΞΕΝΑ
Ταξιάρχης του Στέμματος

Σερβικόν : Αργυροΰν Παράσημον "Λευκού Αετού" (άνευ Ξιφών)

Γαλλικόν : Ταξιάρχης του Τάγματος της Λεγεώνας της Τιμής

Β’ ΠΟΛΕΜΙΚΑ ΜΕΤΑΛΛΙΑ
ΕΛΛΗΝΙΚΑ
Χρυσούν Αριστείον Ανδρείας το 1921

Πολεμικός Σταυρός Γ Τάξεως (δύο φορές) το 1917 και 1918

Μετάλλιον Εξαίρετων Πράξεων

Μετάλλιον Στρατιωτικής Αξίας Γ' Τάξεως

ΞΕΝΑ
Γαλλικός Πολεμικός Σταυρός (Μεραρχίας) το 1918

Γαλλικός Πολεμικός Σταυρός (Σώματος Στρατού) το 1918

Γαλλικός Πολεμικός Σταυρός το 1939

Βελγικός Πολεμικός Σταυρός το 1920

Σερβικόν Χρυσούν Μετάλλιον Ανδρείας το 1919

Γαλλικόν Μετάλλιον (Αποικιακόν)

Βρεταννικό Μετάλλιον "Διακεκριμένων Υπηρεσιών" (Distinguished Service Order - D.S.O.) το 1944

Γ’ ΑΝΑΜΝΗΣΤΙΚΑ ΜΕΤΑΛΛΙΑ
Διασυμμαχικόν Μετάλλιον "Νίκης" (Α' Παγκοσμίου Πολέμου)

Αναμνηστικόν Μετάλλιον Πολέμου 1941 - 1945

Δ’ ΠΤΕΡΥΓΕΣ ΑΛΕΞΙΠΤΩΤΙΣΤΩΝ
Απονομή Βρεταννικών Πτερύγων Επιχειρήσεων (Αλεξιπτωτιστών) με την υπ' αριθ 46/27/12-7-44 Διαταγή της RAIDING FORCES για την εκτέλεση πολεμικού άλματος στην κατεχόμενη νήσο Σάμο.

Ε’ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΠΡΟΑΓΩΓΗΣ ΕΠ' ΑΝΑΡΑΓΑΘΙΑ
Τέσσερις (4) φορές: 1916, 1920, 1944 και 1945.




Στο μεγαλειώδες έργο «Τhe Greeks» (πρώτη έκδοση 1951), που υπολείπεται σε πωλήσεις παγκοσμίως μόνο της Βίβλου, ο συγγραφέας του, Βρετανός κλασικιστής Η.D.F. Κitto αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι ένα από τα χαρακτηριστικά με τα οποία οι Έλληνες διαφοροποιούσαν τους εαυτούς τους από τους λαούς της Ανατολής ήταν και τούτο: Ότι ακόμη και στους Θεούς τους, και σ’ αντίθεση με τους ανατολίτες που γονατούσαν, οι Έλληνες προσεύχονταν όρθιοι. Η ανατολίτικη συνήθεια (Οriental Custom) της «προσκυνήσεως» (obeisance), γράφει ο Κitto, κτυπούσε τους Έλληνες κατακέφαλα ως μη «ελεύθερον». Στα μάτια τους η «προσκύνηση» ήταν ευθεία προσβολή στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια (an affront to human dignity).
Και αφού εξηγεί γιατί οι Έλληνες δεν προσκυνούσαν ούτε και τους Θεούς, γονυκλινείς, αλλά όχι από ασέβεια, συνεχίζει: «Και είναι αυτή η συνειδητοποίηση ως προς την αξιοπρέπεια του ανθρώπου που προσέδιδε τέτοια επιτακτικότητα και ένταση για τους Έλληνες, η λέξη ελευθερία».
Είναι ακριβώς για να παραμένουν ελεύθεροι και να διατηρούν έτσι την αξιοπρέπειά τους που, ακόμη και στους αναμεταξύ τους πολέμους, οι Έλληνες σφάζονταν με απίστευτη βαρβαρότητα. Αυτό που στον 20ό αιώνα ονομάσθηκε «ολοκληρωτικός πόλεμος (total war) βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη στην αρχαία Ελλάδα. Όλοι γνώριζαν τις συνέπειες της ήττας: υποταγή, ανελευθερία, εξανδραποδισμός. Ακριβώς για να αποφύγουν την ήττα, να μη χάσουν την ελευθερία τους και να καταντήσουν προσκυνητές ή αλλιώς, σατράπηδες του Μεγάλου Πέρση Βασιλιά, οι Έλληνες κατέσφαξαν τους Πέρσες με «αφύσικη αιμοδιψία», όπως κατά τον Ηρόδοτο μαρτυρεί ο Μαρδόνιος, ανιψιός του Δαρείου και διοικητής του στόλου που κατέπλευσε στον Μαραθώνα. Για τους Πέρσες, που είχαν μάθει να σκοτώνουν χωρίς να σκοτώνονται, ο παραλογισμός των Αθηναίων και των Πλαταιών στον Μαραθώνα και η «καταστροφική τρέλα» που είχε μολύνει τις τάξεις των Ελλήνων που τους επιτίθονταν με το βαρύ τους οπλισμό, τους ήταν ακατανόητη.
Ακατανόητη θα πρέπει να ήταν για τους Πέρσες και η συναφής αντίληψη των Ελλήνων για την πατρογονική τους γη, που έπρεπε να παραμένει με κάθε τίμημα απαραβίαστη (απόρθητη). Κανείς άλλος δεν μπορούσε να την πατήσει παρά μόνο οι ίδιοι.
Τα παραπάνω δεν τα αφηγούμαι λόγω κάποιας μορφής προγονοπληξίας, ή για να επιστρέψω σε κάθε νεοταξίτη, πρόθυμο διανοούμενο ή διεθνολιγούρη παντός τύπου και κυρίως παντός βαλαντίου, να αρθρώσει τον γνωστό του ηθικοπλαστικό και ξύλινο επικριτικό λόγο. Το αφηγούμαι διότι οι αξίες της αξιοπρέπειας, της ελευθερίας και της αγάπης για την πατρογονική γη έχουν, μετά από 2.500 χιλιάδες χρόνια, γίνει αποδεκτές ή έχουν κατακτηθεί μετά από αιματηρούς πολέμους και θυσίες, ως πανανθρώπινες και οικουμενικές αξίες.
Ας περιορισθούμε στο δικό μας δυτικό πολιτισμό με όλες τους τις ελλείψεις. Θα μπορούσε να υπάρχει ο πολιτισμός αυτός χωρίς να κατοχυρώνει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια (την έστω και «αστική»), ελευθερία και το δικαίωμα ιδιοκτησίας;
Δεν νοείται, λοιπόν, και δεν νομιμοποιείται από κανέναν -κυβέρνηση, ταγό, φορέα- η καταπάτηση, παραγραφή ή η δολίευση των παραπάνω απαράγραπτων πλέον αξιών και δικαιωμάτων.

Δυστυχώς αυτό επιχειρείται τα τελευταία χρόνια στην Κύπρο κυρίως, αλλά και στην Ελλάδα. Στην Κύπρο τείνει να κυριαρχήσει πλέον μια αντίληψη, που ενισχύθηκε με την άνοδο του ΑΚΕΛ στην εξουσία αλλά η οποία προϋπήρχε ως ανίερη συμμαχία της κυπριακής αμερικανικής αριστεράς και της κυπριακής αμερικανικής δεξιάς, ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά φέρει ακέραιη ευθύνη για την εισβολή και τη συνεχιζόμενη κατοχή. Ως εκ τούτου, η ελληνοκυπριακή πλευρά, αυτή η καταπληκτική πλειοψηφία του κυπριακού λαού, πρέπει να δώσει «γη και ύδωρ» στους ισλαμοπασάδες της Άγκυρας, εσαεί, ώστε να αποφευχθούνε, λένε, τα χειρότερα. Πρέπει οι Κύπριοι να αποποιηθούν με την πλατιά υπογραφή τους, την ελευθερία τους, την αξιοπρέπειά τους και την πατρογονική τους γη. Και, μεγαλόψυχα, θα τους επιτραπεί να υπάρχουν ως σατράπηδες στους σημερινούς ανατολίτες.
Στην Κύπρο, η τουρκική αυτή θεώρηση των πραγμάτων έχει «κυπροποιηθεί» σε τέτοιο βαθμό, ώστε με κάθε ευκαιρία να παρελαύνουν από το επίσημο κανάλι της κυπριακής τηλεόρασης διάφοροι ταγοί της λευκωσιάτικης νομενκλατούρας που ζητούν καθολική μετάνοια για συλλογικές αμαρτίες και να απαιτούν, ως τίμημα, την εσαεί παραγραφής απαράγραπτων δικαιωμάτων. Θυμίζουν οι ταγοί αυτοί τους αντίστοιχους της Ιεράς Εξέτασης. Για τους Εξεταστές της εποχής, κανένας ενώπιόν τους δεν ήταν ή μπορούσε να είναι αθώος. Και η όλη (τρομοκρατική) ιεροεξεταστική άσκηση αποσκοπούσε στο να συνειδητοποιήσουν οι κατηγορούμενοι τον πραγματικό βαθμό και βάθος της ενοχής τους.
Στην Ελλάδα τα πράγματα δεν φαίνονται να είναι τόσο άσχημα όσο στην Κύπρο. Όμως το σύνδρομο του σατραπισμού βρίσκει και εκεί ένα εύφορο έδαφος στο όνομα μιας λανθάνουσας αντίληψης ως προς τη διαχείριση των ελληνο-τουρκικών σχέσεων και ως προς το τι συνεπάγεται η ελληνο-τουρκική φιλία.
Το παρήγορο είναι ότι και στις δύο περιπτώσεις, Κύπρου και Ελλάδας, υπάρχουν ακόμα παραδόσεις, υπάρχουν ιστορικές μνήμες και υπάρχουν δυνάμεις, που δεν είναι διατεθειμένες να παραιτηθούν και να προσκυνήσουν στο όνομα μίας εφήμερης ευδαιμονίας, μια εφήμερης ασφάλειας και μιας ευήμερης ειρήνης, με αντάλλαγμα την αξιοπρέπειά τους και σε τελική ανάλυση την ελευθερία τους. Αλλιώς, δεν θα υπήρχαν Μαραθώνες.
Του Μάριου Ευρυβιάδη

*Ο Μάριος Ευρυβιάδης διδάσκει διεθνείς σχέσεις στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Κολοκοτρώνης

«Όταν αποφασίσαμε να κάμομε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πώς δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε: “πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα;”, άλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας ή επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι, εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση».
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (από την ομιλία του στην Πνύκα, στις 7 Οκτωβρίου, 1838)

"Ανδρών επιφανών πάσα η γη τάφος." Θουκυδίδης,460-394 π.Χ.


Ου καταισχυνώ τα όπλα τα ιερά, ουδ' εγκαταλείψω τον παραστάτη αυτών, ότω αν στοιχίσω.

Αμυνώ δε και υπέρ ιερών και οσίων και μόνος και μετά πολλών.

Την πατρίδα ουκ ελάττω παραδώσω, πλείω δε και αρείω όσοις αν παραδέξωμαι.

Και ευηκοήσω των αεί κρινόντων,και τοις θεσμοίς τοις ιδρυμένοις πείσομαι, και ούστινας αν άλλους το πλήθος ιδρύσηται ομοφρόνως.

Και αν τις αναιρεί τους θεσμούς ή μη πείθηται, ουκ επιτρέψω,αμυνώ δε και μόνος και μετά πολλών.

Και ιερά τα πάτρια τιμήσω.

Θούριος



Ως πότε παλικάρια, θα ζούμε στα στενά,
μονάχοι σα λιοντάρια, στες ράχες στα βουνά;
Κάλλιο είναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή.


Σπηλιές να κατοικούμε, να βλέπουμε κλαδιά,
να φεύγωμ' απ' τον κόσμο, για την πικρή σκλαβιά;
Κάλλιο είναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή.


Να χάνωμεν αδέλφια, πατρίδα και γονείς,
τους φίλους, τα παιδιά μας, κι όλους τους συγγενείς;
Κάλλιο είναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή.


Τι σ' ωφελεί αν ζήσεις, και είσαι στη σκλαβιά;
στοχάσου πως σε ψένουν, καθ' ώραν στην φωτιά.
Βεζύρης, δραγουμάνος, αφέντης κι αν σταθείς
ο τύραννος αδίκως σε κάμνει να χαθείς.


Δουλεύεις όλη ημέρα, σε ό,τι κι αν σε πει,
κι' αυτός πασχίζει πάλιν, το αίμα σου να πιει.
Ο Σούτζος, κι ο Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής
Γκίκας και Μαυρογένης, καθρέπτης, είν' να ιδείς.


Ανδρείοι καπετάνοι, παπάδες, λαϊκοί,
σκοτώθηκαν κι αγάδες, με άδικον σπαθί.
Κι αμέτρητοι άλλοι τόσοι, και Τούρκοι και Ρωμιοί,
ζωήν και πλούτον χάνουν, χωρίς καμιά αφορμή.


Ελάτε με έναν ζήλον, σε τούτον τον καιρόν,
να κάμωμεν τον όρκον, επάνω στον σταυρόν.
Συμβούλους προκομμένους, με πατριωτισμόν
να βάλωμεν εις όλα, να δίδουν ορισμόν.


Οι νόμοι να ' ν ' ο πρώτος, και μόνος οδηγός,
και της πατρίδος ένας, να γένει αρχηγός.
Γιατί κι η αναρχία, ομοιάζει την σκλαβιά,
να ζούμε σαν θηρία, είν' πιο σκληρή φωτιά.


Και τότε με τα χέρια, ψηλά στον ουρανόν
ας πούμ' απ' την καρδιά μας, ετούτα στον Θεόν.


Ω βασιλεύ του κόσμου, ορκίζομαι σε Σε,
στην γνώμην των τυράννων, να μην έλθω ποτέ.
Μήτε να τους δουλεύσω, μήτε να πλανηθώ,
εις τα ταξίματά τους, για να παραδοθώ.


Εν όσο ζω στον κόσμον, ο μόνος μου σκοπός,
για να τους αφανίσω, θε να 'ναι σταθερός.
Πιστός εις την πατρίδα, συντρίβω τον ζυγόν,
αχώριστος για να 'μαι, υπό τον στρατηγόν.


Κι αν παραβώ τον όρκον, ν' αστράψ' ο ουρανός,
και να με κατακόψει, να γένω σαν καπνός.


Σ' ανατολή και δύση, και νότον και βοριά,
για την πατρίδα όλοι, να 'χωμεν μια καρδιά.
Στην πίστην του καθ' ένας, ελεύθερος να ζει,
στην δόξαν του πολέμου, να τρέξωμεν μαζί.


Βουλγάροι κι Αρβανίτες, Αρμένιοι και Ρωμιοί,
Αράπηδες και άσπροι, με μια κοινήν ορμή,
Για την ελευθερίαν, να ζώσωμεν σπαθί,
πως είμαστ' αντρειωμένοι, παντού να ξακουσθεί.


Όσοι απ' την τυραννίαν, πήγαν στην ξενιτιά
στον τόπον του καθ' ένας, ας έλθει τώρα πια.
Και όσοι του πολέμου, την τέχνην αγροικούν
Εδώ ας τρέξουν όλοι, τυρράνους να νικούν.


Η Ρούμελη τους κράζει, μ' αγκάλες ανοιχτές,
τους δίδει βιό και τόπον, αξίες και τιμές.
Ως ποτ' οφικιάλιος, σε ξένους Βασιλείς;
έλα να γένεις στύλος, δικής σου της φυλής.


Κάλλιο για την πατρίδα, κανένας να χαθεί
ή να κρεμάσει φούντα, για ξένον στο σπαθί.
Και όσοι προσκυνήσουν, δεν είναι πια εχθροί,
αδέλφια μας θα γένουν, ας είναι κ' εθνικοί.


Μα όσοι θα τολμήσουν, αντίκρυ να σταθούν,
εκείνοι και δικοί μας, αν είναι, ας χαθούν.
Σουλιώτες και Μανιάτες, λιοντάρια ξακουστά
ως πότε στες σπηλιές σας, κοιμάστε σφαλιστά;


Μαυροβουνιού καπλάνια, Ολύμπου σταυραητοί,
κι Αγράφων τα ξεφτέρια, γεννήστε μια ψυχή.
Ανδρείοι Μακεδόνες, ορμήσετε για μια,
και αίμα των τυράννων, ρουφήξτε σα θεριά.


Του Σάββα και Δουνάβου, αδέλφια Χριστιανοί,
με τα άρματα στο χέρι, καθ' ένας ας φανεί,
Το αίμα σας ας βράσει, με δίκαιον θυμόν,
μικροί μεγάλοι ομώστε, τυράννου τον χαμόν.


Λεβέντες αντρειωμένοι, Μαυροθαλασσινοί,
ο βάρβαρος ως πότε, θε να σας τυραννεί.
Μην καρτερείτε πλέον, ανίκητοι Λαζοί,
χωθείτε στο μπογάζι, μ' εμάς και σεις μαζί.


Δελφίνια της θαλάσσης, αζδέρια των νησιών,
σαν αστραπή χυθείτε, χτυπάτε τον εχθρόν.
Της Κρήτης και της Νύδρας, θαλασσινά πουλιά,
καιρός είν' της πατρίδος, ν' ακούστε την λαλιά.


Κι όσ' είστε στην αρμάδα, σαν άξια παιδιά,
οι νόμοι σας προστάζουν, να βάλετε φωτιά.
Με εμάς κι εσείς Μαλτέζοι, γενείτε ένα κορμί,
κατά της τυραννίας, ριχθείτε με ορμή.


Σας κράζει η Ελλάδα, σας θέλει, σας πονεί,
ζητά την συνδρομήν σας, με μητρική φωνή.
Τι στέκεις Παζβαντζιόγλου, τόσον εκστατικός;
τινάξου στο Μπαλκάνι, φώλιασε σαν αητός.


Τους μπούφους και κοράκους, καθόλου μην ψηφάς,
με τον ραγιά ενώσου, αν θέλεις να νικάς.
Συλήστρα και Μπραίλα, Σμαήλι και Κιλί,
Μπενδέρι και Χωτήνι, εσένα προσκαλεί.


Στρατεύματα σου στείλε, κ' εκείνα προσκυνούν
γιατί στην τυραννίαν, να ζήσουν δεν μπορούν.
Γκιουρντζή πια μη κοιμάσαι, σηκώσου με ορμήν,
τον Προύσια να μοιάσεις, έχεις την αφορμήν.


Και συ που στο Χαλέπι, ελεύθερα φρονείς
πασιά καιρόν μη χάνεις, στον κάμπον να φανείς.
Με τα στρατεύματά σου, ευθύς να σηκωθείς,
στης Πόλης τα φερμάνια, ποτέ να μη δοθείς.


Του Μισιριού ασλάνια, για πρώτη σας δουλειά,
δικόν σας ένα μπέη, κάμετε βασιλιά.
Χαράτζι της Αιγύπτου, στην Πόλη ας μη φανεί,
για να ψοφήσει ο λύκος, όπου σας τυραννεί.


Με μια καρδιά όλοι, μια γνώμη, μια ψυχή,
χτυπάτε του τυράννου, την ρίζα να χαθεί.
Να ανάψουμε μια φλόγα, σε όλην την Τουρκιά,
να τρέξει από την Μπόσνα, και ως την Αραπιά.


Ψηλά στα μπαϊράκια, σηκώστε τον σταυρόν,
και σαν αστροπελέκια, χτυπάτε τον εχθρόν.
Ποτέ μη στοχαστείτε, πως είναι δυνατός,
καρδιοχτυπά και τρέμει, σαν τον λαγόν κι αυτός.


Τριακόσιοι Γκιρτζιαλήδες, τον έκαμαν να ιδεί,
πως δεν μπορεί με τόπια, μπροστά τους να εβγεί.
Λοιπόν γιατί αργείτε, τι στέκεστε νεκροί;
ξυπνήστε μην είστε ενάντιοι κι εχθροί.


Πως οι προπάτορές μας, ορμούσαν σα θεριά,
για την ελευθερία, πηδούσαν στη φωτιά.
Έτσι κι ημείς, αδέλφια, ν' αρπάξουμε για μια
τα άρματα, και να βγούμεν απ' την πικρή σκλαβιά.


Να σφάξουμε τους λύκους, που στον ζυγόν βαστούν,
και Χριστιανούς και Τούρκους, σκληρά τους τυραννούν.
Στεργιάς και του πελάγου, να λάμψει ο σταυρός,
και στην δικαιοσύνην, να σκύψει ο εχθρός.


Ο κόσμος να γλυτώσει, απ' αύτην την πληγή,
κ' ελεύθεροι να ζώμεν, αδέλφια εις την γη.


Οι Ελληνικές σημαίες και η ιστορία τους.
















Ελληνικές σημαίες και σύμβολα στο πέρασμα της ιστορίας και των αγώνων .
Μία μικρή ιστορία πίσω από κάθε σημαία ... 
συνθέτουν όλες μία μεγάλη ιστορία ... την Ελληνική!

Στην παραπάνω φωτογραφία βλέπετε την σημαία πλοίου των Ψαρών το 1821, 
με σταυρό,  άγκυρα και λόγχη, σύμβολα της Φιλικής Εταιρείας 
και την επιγραφή ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Η ΘΑΝΑΤΟΣ - ΨΑΡΑ. 
Η σημαία αυτή ήταν υψωμένη στο θωρηκτά « Ψαρά» 
κατά τις ναυμαχίες της Έλλης 3 Δεκ. 1912, και της Λήμνου, 5 Ιαν. 1913.



Των Επτανήσων κατά την περίοδο της βρετανικής κυριαρχίας [1815-1864]. Η βρετανική σημαία προστέθηκε το 1817. Το φτερωτό λιοντάρι του Αγίου Μάρκου κρατούσε το Ευαγγέλιο από το οποίο ξεπετάγονταν επτά κοντάρια.Σημαία της Κρήτης. Πριν από το 1453 και σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας χρησιμοποιούσαν κόκκινη σημαία με την εικόνα του προστάτη του νησιού, Απόστολου Τίτου.Η αρχική πολεμική σημαία της Πολεμικής Αεροπορίας, που βρισκόταν σε χρήση από το 1931, όταν ιδρύθηκε το Οπλο της Αεροπορίας, μέχρι και το 1980. Τότε αντικαταστάθηκε το κυκλικό εθνόσημο με τον Αρχάγγελο Μιχαήλ επί νεφώνΤων Φρουρίων και των Ταγμάτων Πεζικού, σύμφωνα με το διάταγμα 540 της 15ης Μαρτίου 1822. Μέχρι το 1978 ήταν και η επίσημη σημαία της Ελλάδας




Ο θυρεός του Γενικού Επιτελείου Στρατού με το δικέφαλο αετό και την επιγραφή «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΤΟ ΕΥΨΥΧΟΝ».Η ναυτική σημαία της Ηγεμονίας της Σάμου.H σημαία στους χρόνους της Βασιλείας: του Οθωνα (1833-1862), του Γεωργίου Α' (1863-1913), του Κωνσταντίνου Α' (1913-1917 και 1920-1922), του Αλέξανδρου Α' (1917-1920), του Γεωργίου Β' (1922-1924).Του Ανδρέα Λόντου κατά τον πρώτο χρόνο της Επανάστασης. Με αυτή κατέλαβε το φρούριο της Πάτρας στις 21 Μαρτίου 1821.



Η σημαία του Γιάννη Σταθά, μια από αυτές των σκλαβωμένων Ελλήνων, όμοια με την πρώτη επίσημη σημαία ξηράς της Ελλάδας. 0 σκιαθίτης αρματολός τη χρησιμοποίησε στο στολίσκο του το 1800.Χρησιμοποιήθηκε στο ολοκαύτωμα της Μονής Αρκαδίου το 1866. Ανήκε στον οπλαρχηγό Γεώργιο Δασκαλάκη. Φέρει το σταυρόμε το ΙΣ ΧΣ ΝΙ ΚΑ και τα αρχικά Κ(Κρήτη), Ε(Ενωση), Ε(Ελευθερία) ή θ(θάνατος).Του Μιχαήλ Παλαιολόγου (1261-1282), που ανακατέλαβε την Πόλη στις 15 Αυγούστου 1261. Τα δύο στέμματα συμβολίζουν τις ισάριθμες πρωτεύουσες: την Κωνσταντινούπολη και τη Νίκαια.Η αρχαία ρωμαϊκή, που χρησιμοποιήθηκε στα πρώτα χρόνια του Βυζαντίου. Λέγεται ότι σχεδιάστηκε από το στρατάρχη Μάριο και αρχικά έφερε ασημένιο αετό με ανοιχτές φτερούγες και χρυσούς κεραυνούς στα νύχια του.



Η σημαία της Κρητικής Πολιτείας.Η σημαία του πυρπολητή Κωνσταντίνου Κανάρη.Η Βυζαντινή μετά το 395 μ.Χ. Μετά την πρώτη χρήση του σταυρού από τον Μέγα ΚωνσταντίνοΜία απ τις σημαίες των Συνταγματικών της Περαχώρας, μετά το 1822.



Των αδελφών Καλλέργη, πριν από την Επανάσταση. Μοιάζει πολύ με τη σύγχρονη.Η επίσημη της Διοικήσεως της Σάμου κατά το πρώτο έτος της Επανάστασης (όμοια με αυτή της Φιλικής Εταιρείας).Η σημαία του Αλέξανδρου Υψηλάντη.Είχε το σταυρό με ένα στεφάνι δάφνης και την επιγραφή "ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ" .Η σημαία του Κατσώνη του Λάμπρου .



Η σημαία των οπλαρχηγών από τα Αγραφα με την δική της ξεχωριστή σχεδίαση , όπως εξάλλου και κάθε "τοπική" κοινωνία που συνήθιζε να υιοθετεί την δική της σημαία σύμφωνα με τα γούστα των τοπικών οπλαρχηγών .Αλλη μία σημαία που χρησιμοποιήθηκε στα πρώτα χρόνια της επανάστασης . Η σημαία του Δημήτριου Πλαπούτα . Κλασσική άσπρη με τον γαλάζιο σταυρό και τα αρχικά του "Ιησούς Χριστός Νικά" .Η σημαία των Ελληνικών Πολεμικών πλοίων που καθορίστικε με το Προεδρικό διάταγμα 540 στις 15 Μαρτίου 1822 . Μετά την κατάργηση της εμπορικής ναυτικής σημαίας το 1828 καθιερώθηκε ως Ναυτική σημαία της ΕλλάδαςΉταν η σημαία του Γεώργιου Σαχτούρη . Συνήθως στα νησιά του Αιγαίου οι σημαίες έμοιαζαν αρκετά μεταξύ τους και έφεραν σύμβολα και χαρακτηριστικά επηρεασμένα από την "Φιλική εταιρεία" .



Ηταν η σημαία της Επτανήσου. Υψώθηκε πρώτη φορά στην ακρόπολη της Κέρκυρας στις 13/1/1801 . Απεικονίζει ένα φτερωτό λιοντάρι .Σημαία της Μάνης . Χρησιμοποιούσαν την λέξη "ΝΙΚΗ" και όχι "ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ" γιατί ως γνωστό η Μάνη ήταν πάντα ελεύθερη.Σημαία του σύντεκνου οπλαρχηγού Αντώνιου Σήφακα κατά την Κρητική Επανάσταση του 1866 .Σημαία των Σπετσών . Σταυρός για την χριστιανοσύνη , ανεστραμμένη ημισέληνος για την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας , δόρυ για την Ελληνική δύναμη και άγκυρα για την επιμονή του αγώνα ....



Οι σημαίες των Σπετσών και των Ψαρών έφεραν την επιγραφή "Ελευθερία ή Θάνατος" . Την σημαία την χρησιμοποιήσε αργότερα και ο Ανδρέας Μιαούλης .Σημαία της Υδρας , με τον σταυρό και το φίδι . Οι νησιώτες παρομοίαζαν το φίδι με τους Τούρκους που τρώει τα "αυγά" του γένους .Η παλαιότερη και πιο γνωστή σημαία της Επανάστασης . Σχεδιασμένη από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό , Εχει τα σύμβολα της "Φιλικής Εταρείας" . Την ύψωσε ο Γεώργιος Σισίνης στην Ηλιδα το 1821 . Σήμερα είναι στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο .Την χρησιμοποιούσαν οι Κολοκοτρωναίοι από τον 18ο αιώνα . Από το 1806 και ο θεόδωρος Κολοκοτρώνης είχε τον σταυρό του Αγίου Ανδρέα ως σύμβολο - σημαία .



Σημαία του Αρείου Πάγου υψώθηκε στην ανατολική Ελλάδα στις 19/1/1821 . Σταυρός = πίστη , καρδιά = αγνότητα επανάστασης , άγκυρα = σταθερότητα του σκοπού της ελευθερίας .Αυτή θα μπορούσε να είναι η σημερινή μας σημαία αφού είχε προταθεί από τον Ρήγα (1757-1798) ως σημαία της "Ελληνικής Δημοκρατίας" . Βλέπετε το ρόπαλο του Ηρακλή και τρεις σταυρούς .Κυμάτιζε από το 1431 μέχρι και το 1639 σε Πελοπόννησο και Ηπειρο . Γνωστή και ως σημαία των Σπαχήδων , η σημαία είχε στην μέση τον Άι Γιώργη .Η σημαία του Κορκονδείλα Κλαδά. Υψώθηκε το 1464 στην Πελοπόννησο , το 1479- 1481 κυμάτιζε στην Μάνη και το 1482 στην Χιμάρα .Αποτελεί μία από τις πιο γνωστές Ελληνικές σημαίες των σκλαβωμένων Ελλήνων .